νουθετία
Look at other dictionaries:
νουθετία — νουθετίᾱ , νουθετία fem nom/voc/acc dual νουθετίᾱ , νουθετία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νουθετίαν — νουθετίᾱν , νουθετία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νουθεσία — η (ΑΜ νουθεσία, Α και νουθετία και ιων. τ. νουθεσίη, Μ και νουθεσία) [νουθετώ] συμβουλή, παραίνεση και ιδίως εκείνη με ελαφρό τόνο μομφής, δασκάλεμα, ορμήνευμα μσν. 1. έλεγχος, επιτίμηση 2. διδασκαλία 3. καθοδήγηση … Dictionary of Greek